ακαματοσιά

ακαματοσιά
η
ακαμασιά*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. ακάματος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ακάματος — (I) η, ο (Α ἀκάματος, ον και ος, άτη, ον) 1. ακαταπόνητος, ακούραστος «ακάματος εργάτης τού καλού» 2. ο ακαμάτευτος* (Ι) αρχ. 1. αυτός που δεν έχει αποκάμει, ακαταπόνητος, ακούραστος «ἀκάματος χείρ», «ἀκάματον σθένος ἀνδρῶν» (Αισχύλ. Πέρσ. 901) 2 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”